γένυς — ( υος), η (Α) 1. η κάτω γνάθος, το σαγόνι 2. πληθ. αἱ γένυες η άνω και η κάτω γνάθος, τα σαγόνια 3. μάγουλο 4. η κόψη τού τσεκουριού 5. το τσεκούρι 6. το άκρο τού αγκιστριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρ. λ. που δηλώνει ένα μέρος τού σώματος και… … Dictionary of Greek
γένυς — γένῡς , γένυς jaw fem acc pl γένυς jaw fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενύεσιν — γένυς jaw fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενύεσσι — γένυς jaw fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενύεσσιν — γένυς jaw fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενύων — γένυς jaw fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένυ — γένυς jaw fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένυας — γένυς jaw fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένυες — γένυς jaw fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένυν — γένυς jaw fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένυος — γένυς jaw fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)